- προδιεξοδεύω
- προδιεξ-οδεύω, = foreg. 11,A
π. ὅτι . . S.E. M.7.188
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
π. ὅτι . . S.E. M.7.188
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προδιεξοδεύω — Α προδιεξέρχομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διεξοδεύω «βρίσκω διέξοδο, διεξέρχομαι»] … Dictionary of Greek
προδιεξοδευθεῖσιν — προδιεξοδεύω aor part pass masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδιεξοδευθείσαις — προδιεξοδεύω aor part pass fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδιεξοδεύσαντες — προδιεξοδεύω aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)